- γραφειακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γραφείο2. φρ. «γραφειακός εξοπλισμός» — έπιπλα και είδη γραφείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφείο(ν). Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στο περιοδικό σύγγραμμα Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών].
Dictionary of Greek. 2013.